ἐκβιάζει

ἐκβιάζει
ἐκβιάζω
to force out
pres ind mp 2nd sg
ἐκβιάζω
to force out
pres ind act 3rd sg
ἐκβιάζω
to force out
pres ind mp 2nd sg
ἐκβιάζω
to force out
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σωματέμπορος — ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν νεοελλ. αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει γυναίκα ή ανήλικο και τούς παραχωρεί προς όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για ασέλγεια μσν. αρχ. ο δουλέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + ἔμπορος] …   Dictionary of Greek

  • τραμπούκος — ο, θηλ. τραμπούκα και τραμπούκισσα, και ουδ. τραμπούκο, Ν 1. (το αρσ.) α) μπράβος, εξωνημένο και ανήθικο άτομο που απειλεί, εκβιάζει, αυθαιρετεί και τρομοκρατεί υπηρετώντας τους ανέντιμους σκοπούς μιας πολιτικής παράταξης ή ενός πολιτικού β)… …   Dictionary of Greek

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • εκβιαστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εκβιάζει, που με εκβιαστικά μέσα επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι. 2. αυτός που χρηματίζεται με εκβιασμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”